- διακηρύττω
- [диакиритто] ρ провозглашать, объявлять.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
δευτεροδιαλαλώ — για δεύτερη φορά διαλαλώ, διακηρύττω … Dictionary of Greek
διαγορεύω — (AM διαγορεύω) διακηρύττω, αγορεύω με σαφήνεια αρχ. μσν. επιτάσσω, ορίζω ρητώς μσν. πιστοποιώ αρχ. 1. διηγούμαι λεπτομερώς 2. ομιλώ για κάτι 3. παθ. ορίζομαι, κανονίζομαι, διευθετούμαι … Dictionary of Greek
διακροτώ — διακροτῶ ( έω) (AM) μσν. διακηρύττω αρχ. 1. γαμώ 2. αναλύω στα συνθετικά μέρη 3. διασπώ τα δεσμά … Dictionary of Greek
διαδηλώνω — διαδήλωσα, κοινοποιώ τα αισθήματα ή τη θέση μου, διακηρύττω: Οι εργαζόμενοι διαδήλωσαν την αντίθεσή τους στην ασφαλιστική πολιτική της κυβέρνησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελαλώ — τελάλησα, και ντελαλώ ντελάλησα, διαλαλώ, διακηρύττω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)